νομιζω

Τελικά ποιος ο λόγος να νομίζουμε? Το ωραίο αίσθημα της ψευδαίσθησης μέχρι ποια ηλικία πρέπει να το νιώθουμε? Εγώ νιώθω, πλέον, πως δε με πείθουν τα μαγικά σου κόλπα. Έχω καταλάβει πια πού κρύβεις το κουνέλι σου. Δοκίμασα αρκετές φορές να φύγω απ’ το θέατρο, αλλά ξαναγύρισα.  Έβρισκα μια ανακούφιση στην παράστασή σου. Δοκίμασα να σ’ επισκεφτώ στο καμαρίνι σου αλλά δε με δέχτηκες. Ωστόσο, ήξερες πως εγώ είμαι ο χαζός που έρχεται στην κάθε σου εμφάνιση. Και χειροκροτούσα μέχρι να εξαφανιστείς πίσω απ’ την αυλαία. Χειροκροτούσα, όμως, επειδή ήσουν εσύ, όχι γι’ αυτά που έκανες. Σαφώς, ένας θεατής δεν μπορεί να ξέρει τι κρύβει ο ηθοποιός πίσω απ’ το προσωπείο του.  Ήταν απλά ένα ένστικτο. Εσύ δε το έχεις νιώσει? Να θέλεις να γνωρίσεις κάποιον από ένστικτο. Να θέλεις να γνωρίσεις κάποιον επειδή σου άρεσε η εμφάνισή του, η σχέση του με το χώρο. Μετά τις πρώτες παραστάσεις σου, κατάλαβα πως σε συνόδευε άλλος. Συνέχισα να νομίζω όμως. Είναι, ειλικρινά, άσχημο και ωραίο συνάμα να νομίζεις. Να ελπίζεις, να φαντάζεσαι. Μπόρεσα και βρήκα κι άλλα θέατρα που έπαιζαν ταχυδακτυλουργοί. Κανένα, όμως δε με κράτησε. Κανένα δε μ’ έκανε να νομίσω. Ήταν άριστα σκηνοθετημένα κόλπα χωρίς ατέλειες, ή το αντίθετο. Συνέχισα κατά καιρούς να χτυπάω την πόρτα στο καμαρίνι σου, αλλά ποτέ δεν πήρα απάντηση. Ήξερα, όμως, ότι είσαι εκεί. Σε άκουγα μετά από λίγο που μιλούσες. Αληθινά, το ξέρω πως ήταν άσχημο που φώναξα μέσα στο θέατρο, που σου ‘πα ότι δε θέλω να ξανάρθω. Εσύ με ειρωνεύτηκες αλλά, αλήθεια, δε θέλω. Και δεν σκοπεύω. Να ξέρεις, όμως, πως αν με δεις ποτέ μέσα στο πλήθος, δε θα ‘χω έρθει πια να δω εσένα, αλλά τα κόλπα σου .

Σχολιάστε